αποθηλασμός

αποθηλασμός
ο
ο τερματισμός της γαλούχησης του βρέφους, το απόκομμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποθηλασμός — ο (Α ἀποθηλασμός) νεοελλ. απογαλακτισμός, διακοπή του θηλασμού αρχ. ο θηλασμός …   Dictionary of Greek

  • ἀποθηλασμοῦ — ἀποθηλασμός sucking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθηλασμόν — ἀποθηλασμός sucking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”